Διγλωσσία

Διγλωσσία: Τι δυσκολίες μπορεί να αντιμετωπίσει ένα δίγλωσσο παιδί

α τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία έχει αποκτήσει πολυεθνικό χαρακτήρα με συνέπεια την ύπαρξη μιας πολιτισμικής και γλωσσικής πολλαπλότητας (Καμπανάρου, 2008). Αποτέλεσμα αυτού; η αύξηση ολοένα και περισσότερων δίγλωσσων παιδιών στην Ελλάδα.

Τι εννοούμε με τον όρο διγλωσσία;

Με τον όρο διγλωσσία αναφερόμαστε στην κατάκτηση και χρήση δύο γλωσσών, που γίνεται παράλληλα κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων ανάπτυξης του παιδιού (0-6 ετών κρίσιμη ηλικία) – χρονικό διάστημα, που το παιδί αναπτύσσει το λόγο του.

Όλα τα δίγλωσσα παιδιά παρουσιάζουν δυσκολίες;

Όπως ένα παιδί, που χρησιμοποιεί μόνο μία γλώσσα έτσι και ένα παιδί που χρησιμοποιεί ταυτόχρονα δύο ή περισσότερες γλώσσες μπορεί να παρουσιάσει δυσκολία στον λόγο και στην ομιλία του, χωρίς όμως αυτό να είναι κανόνας – υπάρχουν δίγλωσσα παιδιά, που έχουν κατακτήσει σε τέτοιο βαθμό τις γλώσσες, που χρησιμοποιούν, που δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερες δυσκολίες.

Ποιοί είναι οι παράγοντες, που επηρεάζουν την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας;

Διακρίνονται τρεις βασικές κατηγορίες παραγόντων επίδρασης στις διαδικασίες κατάκτησης μιας δεύτερης γλώσσας που είναι :

  1. Οι γλωσσικοί παράγοντες
  2. Οι ατομικοί παράγοντες
  3. Οι κοινωνικοί παράγοντες

Το γλωσσικό περιβάλλον.

Η ποιότητα και η ποσότητα των γλωσσικών ερεθισμάτων που δέχεται το άτομο από το περιβάλλον του στη δεύτερη γλώσσα επιδρούν άμεσα στην κατάκτηση της γλώσσας αυτής. Σε μια σειρά ερευνών διαπιστώθηκε ότι η κατάκτηση των γλωσσικών δομών εξαρτάται άμεσα από την ποιότητα και τη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται οι γλωσσικές δομές στα γλωσσικά ερεθίσματα του περιβάλλοντος (Larsen-Freeman, D.E. 1976, 1978, Knapp-Potthoff&Knapp 1982, Wode 1993).

Ηλικία εκμάθησης της δεύτερης γλώσσας.

Η ηλικία κατά την οποία εκτίθεται για πρώτη φορά ένα άτομο στη δεύτερη γλώσσα έχει θεωρηθεί ότι αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα που επιδρά γενικότερα στην εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας και ειδικότερα στην κατάκτηση της προφοράς της. Όσο μικρότερη είναι η ηλικία έναρξης της εκμάθησης μιας ξένης γλώσσας, τόσο καλύτερα θα καταφέρει να την κατακτήσει (Archibald, 1998).

Κίνητρα για την κατάκτηση της δεύτερης γλώσσας.

Έχει αποδειχθεί ότι οι αιτίες που αναγκάζουν ή ωθούν ένα άτομο να μάθει μία δεύτερη γλώσσα, καθώς επίσης και η ετοιμότητα που δείχνει για την εκμάθηση αυτής της γλώσσας, επιδρούν σημαντικά τόσο στο ρυθμό όσο και στην επιτυχία κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας. Μια έρευνα σχετικά με την ετοιμότητα, που δείχνει ένα άτομο να μάθει μία δεύτερη γλώσσα , έχουν κάνει το 1972 οι Gardner και Lambert, οι οποίοι βασιζόμενοι στα ερευνητικά τους αποτελέσματα διακρίνουν δύο είδη κινήτρων :

  1. Τα κίνητρα ενσωμάτωσης
  2. Tα ωφελιμιστικά κίνητρα

Κίνητρα ενσωμάτωσης παρουσιάζουν τα άτομα που θέλουν να ανήκουν ως ενεργητικά μέλη και σε μια δεύτερη εθνογλωσσολογική ομάδα. Για αυτό και επιδιώκουν επαφή με μητρικούς ομιλητές αυτής της γλώσσας και ενδιαφέρονται για τον πολιτισμό, τις συνήθειες και τα έθιμά τους. Ωφελιμιστικά κίνητρα έχουν τα άτομα που θέλουν να μάθουν μία δεύτερη γλώσσα , γιατί αυτό θα τους φέρει συγκεκριμένα οφέλη στις επαγγελματικές ή ακόμη προσωπικές δραστηριότητες.

Τί δυσκολίες μπορεί να αντιμετωπίσει ένα δίγλωσσο παιδί;

Οι δυσκολίες, που μπορεί να αντιμετωπίσει ένα δίγλωσσο παιδί είναι οι εξής:

  • Φωνολογικά λάθη(κάποια φωνήματα μπορεί να μην υπάρχουν σε κάποιες γλώσσες)
  • Λάθη σε γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες (υπάρχουν διαφορετικοί κανόνες σε κάθε γλώσσα)
  • Χρήση λέξεων και από τις δύο γλώσσες κατά τη διάρκεια της ομιλίας(με αποτέλεσμα να μπερδεύεται ο συνομιλητής)
  • Φτωχό λεξιλόγιο στην μία γλώσσα

Πώς μπορεί να βοηθήσει ένας λογοθεραπευτής;

Όταν ένα δίγλωσσο παιδί παρουσιάσει δυσκολίες στην ομιλία και στον λόγο του οι γονείς θα πρέπει να απευθυνθούν σε κάποιον λογοθεραπευτή-τρια.

Στόχος ενός λογοθεραπευτή-τριας είναι να μπορέσει να αποσαφηνίσει αν ο δίγλωσσος ομιλητής έχει γλωσσική υστέρηση, ή αν απλά παρουσιάζει γλωσσικές αναπτυξιακές λειτουργίες όπως αναμένονται με βάση την περιγραφή των δίγλωσσων ομιλητών. Ανάλογα με το αποτέλεσμα της αξιολόγησης λόγου και ομιλίας θα πρέπει να δοθεί είτε θεραπεία για τη γλωσσική υστέρηση, είτε διδαχή για τη γλωσσολογική πλευρά του λόγου που δεν έχει κατακτηθεί.

Εφόσον διαπιστωθεί πως το παιδί παρουσιάζει καθυστέρηση λόγου ή γλωσσική καθυστέρηση οι ειδικοί προτείνουν στους γονείς να διακόψουν για κάποιο χρονικό διάστημα τη χρήση της μιας γλώσσας και να ενισχυθεί σε μεγαλύτερο βαθμό η επαρκής κατάκτηση της γλώσσας, που χρησιμοποιείται στην κοινωνία, που μεγαλώνει το παιδί (π.χ. στην Ελλάδα θα πρέπει να ενισχυθεί η χρήση της ελληνικής γλώσσας, στην Αλβανία της αλβανικής κτλ.).

Το πρώτο σημαντικό βήμα για την αποτελεσματικότερη παρέμβαση σε δίγλωσσους ομιλητές είναι το ακριβές γλωσσικό ιστορικό που θα πρέπει να παρέχει ακριβείς πληροφορίες για την ηλικία εκμάθησης της δεύτερης γλώσσας, τη σειρά κατάκτησης της πρώτης και της δεύτερης γλώσσας, τον τρόπο κατάκτησης, το πολιτιστικό περιβάλλον, τη γλωσσική σχέση μεταξύ των γλωσσών του δίγλωσσου και την επίγνωση για το χρόνο και την έκθεση του ομιλητή σε κάθε γλώσσα.

Τέτοιες πληροφορίες θα μπορούσαν να παρέχουν σημαντική βοήθεια στον τομέα της λογοθεραπείας όταν θα χρειαστεί να προτείνουμε παρέμβαση σε έναν μαθητή από γλωσσολογικά μεικτό περιβάλλον που παρουσιάζει λάθη φωνολογικής φύσεως.